silence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
silence < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική silence

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

silence (en)

  • η σιωπή, η σιγή, η σιγαλιά, η απόλυτη ησυχία
    The chairman ordered silence.
    Ο Πρόεδρος διέταξε σιωπή.
    They waited in silence, until the bell rang.
    Περίμεναν βουβοί, μέχρι που χτύπησε το κουδούνι.

silence (en)

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

silence (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
silence silences

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
silence < λατινική silentium

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

silence (fr) θηλυκό

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

silence (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]