sillage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sillage | sillages |
sillage (fr) αρσενικό
- τα απόνερα
ενικός | πληθυντικός |
sillage | sillages |
sillage (fr) αρσενικό