simulateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
simulateur simulateurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

simulateur (fr) αρσενικό

  1. προσποιούμενος
  2. (τεχνολογία) προσομοιωτής