simultanéité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
simultanéité | simultanéités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]simultanéité (fr) θηλυκό
- το ταυτόχρονο, η συγχρονία
ενικός | πληθυντικός |
simultanéité | simultanéités |
simultanéité (fr) θηλυκό