simultanéité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
simultanéité simultanéités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

simultanéité (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]