sketch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sketch sketches

sketch (en)

ενεστώτας sketch
γ΄ ενικό ενεστώτα sketches
αόριστος sketched
παθητική μετοχή sketched
ενεργητική μετοχή sketching

sketch (en)