ski

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ski

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ski (en)

ski (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ski < (άμεσο δάνειο) νορβηγική ski < πρωτογερμανική *skīdą (ραβδί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skei- (κόβω, χωρίζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ski/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ski skis

ski (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ski < πρωτογερμανική *skīdą (ραβδί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skei- (κόβω, χωρίζω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: γαλλικά: ski

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]