sladoled

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sladoled (bs)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sladoled < sladak + leto (γλυκό του καλοκαιριού ή δροσιά του καλοκαιριού).


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sladoled (sr)