slate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
slate < (άμεσο δάνειο) γαλλική éclat < παλαιά γαλλική esclate

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sleɪt/

Επίθετο

[επεξεργασία]

slate (en) (χωρίς παραθετικά)

  • που έχει το μπλε-γκρι χρώμα του σχιστόλιθου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
slate slates

slate (en)

  1. (μη μετρήσιμο) σχιστόλιθος
  2. (μη μετρήσιμο) το μπλε-γκρι χρώμα του σχιστόλιθου
    slate (χρώμα):   
     συνώνυμα: slate grey, slate gray
  3. (μετρήσιμο) η πλάκα για γράψιμο
    The children used to write on slates.
    Τα παιδιά έγραφαν σε πλάκες.
  4. (μετρήσιμο) η πλάκα από σχιστόλιθο
  5. (μετρήσιμο) λογαριασμός με χρήματα που οφείλονται
     συνώνυμα: account, bill
    Put it on my slate – I’ll pay you next week.
  6. (μετρήσιμο) κατάλογος υποψηφίων για μια εκλογή
    Roy Disney led the alternative slate of directors for the stockholder vote.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας slate
γ΄ ενικό ενεστώτα slates
αόριστος slated
παθητική μετοχή slated
ενεργητική μετοχή slating

slate (en)

  1. (ΗΒ) κριτικάρω σκληρά
    The play was slated by the critics.
  2. (ΗΠΑ) προγραμματίζω
    The election was slated for November 2nd.
     συνώνυμα: schedule
  3. (ΗΠΑ) αναμένω
    The next version of our software is slated to be the best release ever.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 708. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πλάκα