slavophile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
slavophile slavophiles

Επίθετο

[επεξεργασία]

slavophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό