socculus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]socculus αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | socculus | socculī |
γενική | socculī | socculōrum |
δοτική | socculō | socculīs |
αιτιατική | socculum | socculōs |
κλητική | soccule | socculī |
αφαιρετική | socculō | socculīs |