solécisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
solécisme < λατινικά soloecismus.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɔ.le.sism/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
solécisme solécismes

solécisme (fr) αρσενικό

  1. ο σολοικισμός
    « je suis été » pour « je suis allé » est un solécisme.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]