soluble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

soluble (en)

  1. διαλυτός


      ενικός         πληθυντικός  
soluble solubles

Επίθετο

[επεξεργασία]

soluble (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διαλυτός