sommaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sommaire sommaires

sommaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συνοπτικός
  2. πρόχειρος
  3. υποτυπώδης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sommaire sommaires

sommaire (fr) αρσενικό