sonore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sonore < λατινική sonorus < sonus

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sonore sonores

sonore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηχηρός
  2. ηχητικός
  3. εύηχος