soporifique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
soporifique soporifiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

soporifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κοιμιστικός
  2. (μεταφορικά) ανιαρός