sorĉa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorĉa | sorĉaj |
αιτιατική | sorĉan | sorĉajn |
sorĉa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorĉa | sorĉaj |
αιτιατική | sorĉan | sorĉajn |
sorĉa (eo)