sorcellerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

sorcellerie < μέση γαλλική sorcerie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɔʁ.sɛl.ʁi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sorcellerie sorcelleries

sorcellerie (fr) θηλυκό