soudage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
soudage | soudages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]soudage (fr) αρσενικό
- το κόλλημα, η συγκόλληση
ενικός | πληθυντικός |
soudage | soudages |
soudage (fr) αρσενικό