soudage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
soudage soudages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

soudage (fr) αρσενικό