soufflant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
soufflant < souffler

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό soufflant soufflants
θηλυκό soufflante soufflantes

soufflant (fr)

  1. φυσητικός
  2. (μεταφορικά) (οικείο) εκπληκτικός, που αφήνει κάποιον άφωνο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
soufflant soufflants

soufflant (fr) θηλυκό