soupçonneux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- soupçonneux < soupçon
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soupçonneux | soupçonneux |
θηλυκό | soupçonneuse | soupçonneuses |
soupçonneux (fr)
- καχύποπτος, γεμάτος υποψίες, φιλύποπτος