souple

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
souple souples

souple (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εύκαμπτος
  2. ευλύγιστος
  3. (μεταφορικά) ευέλικτος

Συγγενικά

[επεξεργασία]