soutien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
soutien soutiens

soutien (fr) αρσενικό

  1. η υποστήριξη, το στήριγμα, η στήριξη, το αποκούμπι, η συμπαράσταση
  2. ο συμπαραστάτης