spécialité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spécialité < λατινική specialitas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spécialité spécialités

spécialité (fr) θηλυκό

  1. η ειδικότητα
  2. (γαστρονομία) η σπεσιαλιτέ

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη spécial