spatola

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spatola < λατινική spatula < spatha

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spatola (vec)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spatola < λατινική spatula < spatha

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spatola spatole

spatola (it) θηλυκό

  1. η σπάτουλα
  2. τύπος μαχαιριού