speaker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

speaker (fr) αρσενικό

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
speaker speakers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

speaker < speak + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

speaker (en)

  1. ομιλητής
  2. ομιλητής, ρήτορας
  3. ο εκφωνητής
  4. το ηχείο, το μεγάφωνο
     συνώνυμα: loudspeaker
  5. (πολιτική) πρόεδρος της βουλής

Παράγωγα[επεξεργασία]