specially

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
specially < special + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

specially (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ειδικά, για συγκεκριμένο σκοπό, άνθρωπο κτλ.
    I came here specially to see you.
    Ήρθα εδώ ειδικά για να σε δω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specifically