specimen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]specimen (en) (πληθυντικός: specimina & specimens)
Δείτε επίσης : spécimen |
specimen (en) (πληθυντικός: specimina & specimens)