splitter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
splitter | splitters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]splitter (en)
- (γενικότερα) αυτός ή αυτό που διαχωρίζει· διαχωριστής
- (προφορικό) επιστήμονας ο οποίος έχει την τάση διαχωρίζει τα αντικείμενα της έρευνάς του σε περισσότερες και μικρότερες κατηγορίες
- (τεχνολογία) διαχωριστής - διανεμητής, αντάπτορας ο οποίος διανέμει παράλληλα το ίδιο ακριβώς σήμα σε πολλές εξόδους