splitting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
splitting | splittings |
splitting (en)
- η διαίρεση, ο επιμερισμός
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]splitting (en)