spoon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spoon (en)

spoon (en)

  1. προσθέτω με το κουτάλι
  2. (μεταφορικά) ερωτοτροπώ σωματικά· με χάδια, αγκαλιές και φιλιά