squat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
squat squats

squat (en)

  1. καταπατημένο κτήριο, κατάληψη
  2. ανακούρκουδα, η καθιστή θέση με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών
    He sat in a squat.
    Κάθισε ανακούρκουδα.
  3. (αθλητισμός) το βαθύ κάθισμα, η άσκηση
    Squats work the muscles of the lower body.
    Τα βαθιά καθίσματα δουλεύουν τους μυς του κάτω μέρους του σώματος.
ενεστώτας squat
γ΄ ενικό ενεστώτα squats
αόριστος squatted
παθητική μετοχή squatted
ενεργητική μετοχή squatting

squat (en)

  1. (αμετάβατο) κάθομαι ανακούρκουδα, λυγίζοντας τα γόνατά μου
    He squatted.
    Κάθισε ανακούρκουδα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταπατώ περιουσία άλλου, μένω σε ένα κτίριο ή σε οικόπεδο που δεν είναι δικό μου, χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη