städtisch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

städtisch (de)

  1. σχετικός με την πόλη, αστικός
  2. δημοτικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  Stadt