stable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stable (en)

  1. ο στάβλος
  2. (στις ιπποδρομίες) τα άλογα που ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο ιδιοκτήτη

stable (en)

  1. σταβλίζω

Επίθετο

[επεξεργασία]

stable (en)

  1. σταθερός, ευσταθής, μη υποκείμενος σε αλλαγές



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stable < λατινική stabilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stabl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stable stables

stable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]