stadio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stadio < λατινική stadium < αρχαία ελληνική στάδιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stadio (it)

  1. στάδιο, σύγχρονος αλλά και αρχαίος χώρος που μπορεί να φιλοξενήσει αγώνες, κι επισκέπτες
  2. αρχαία ελληνική μονάδα μέτρησης
  3. το στάδιο σαν βαθμίδα ανάπτυξης ή εκτέλεσης