stal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stal/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stal (pl) θηλυκό

  1. το ατσάλι
    jak hartowała się stal (powieść Mikołaja Ostrowskiego)
    πώς δενότανε τ' ατσάλι (μυθιστόρημα του Νικολάι Οστρόφσκι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]