stand up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | stand up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands up |
αόριστος | stood up |
παθητική μετοχή | stood up |
ενεργητική μετοχή | standing up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]stand up (en)
- (αμετάβατο) στέκομαι, είμαι στα πόδια μου, είμαι σε όρθια θέση
- (αμετάβατο) σηκώνομαι
- (ανεπίσημο) στήνω, αφήνω κάποιον να περιμένει σε ραντεβού και δεν πηγαίνω
- ↪ Look, don’t stand me up again.
- Κοιτά μη με στήσεις πάλι.
- ↪ Look, don’t stand me up again.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- stand up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 819. ISBN 9780194325684., λήμμα: στήνω