standardize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | standardize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | standardizes |
αόριστος | standardized |
παθητική μετοχή | standardized |
ενεργητική μετοχή | standardizing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]standardize (en)
- τυποποιώ, προτυποποιώ
- ↪ Modern industries have standardized their production.
- Οι σύγχρονες βιομηχανίες έχουν τυποποιήσει την παραγωγή τους.
- ↪ Modern industries have standardized their production.