station

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
station stations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

station (en)



      ενικός         πληθυντικός  
station stations

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

station (fr) θηλυκό

  1. ο σταθμός
  2. η στάση



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

station (da)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

station (nl) ουδέτερο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

station (sv)