stature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stature (en)

  1. το ανάστημα, το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής
  2. η σπουδαιότητα, η ολκή, η αναγνωρισμένη πολιτική/κοινωνική ισχύς, το εκτόπισμα

      ενικός         πληθυντικός  
stature statures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stature (fr) θηλυκό

  1. το ανάστημα, το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής, το μπόι
  2. (μεταφορικά) η σπουδαιότητα κάποιου