statut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
statut < λατινική statutum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
statut statuts

statut (fr) αρσενικό

  1. η κατάσταση, ο βαθμός σε μια ιεραρχία
  2. το καταστατικό μιας εταιρείας
  3. το καθεστώς

Συγγενικά

[επεξεργασία]