stay away
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stay away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays away |
αόριστος | stayed away |
παθητική μετοχή | stayed away |
ενεργητική μετοχή | staying away |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stay away (en)
- μένω μακριά, δεν πλησιάζω ένα συγκεκριμένο άτομο ή μέρος
- ↪ Stay away from the fire!
- Μείνε μακριά από τη φωτιά!
- ↪ Stay away from the fire!