stelen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

stelen (nl) (αόριστος : stal (πλ: stalen), παθ. μτχ. : gestolen)