sternum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sternum (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sternum | sternums |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sternum (fr) θηλυκό