steward

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stju.waʁd/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
steward stewards

steward (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]