stimulus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
stimulus stimuluses / stimuli

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stimulus (en)



ενικός πληθυντικός
stimulus stimulus
και stimuli

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stimulus (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη stimuler



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

stimulus (eo)

  • υποθετική του ρήματος stimuli