stint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stint (en)

  1. χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος έχει μια ιδιότητα ή ασχολείται με κάτι, θητεία
  2. όριο
  3. περιορισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stint (en)

  1. περιορίζω, περικόπτω, περιστέλλω
  2. τσιγκουνεύομαι