stock market
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stock market | stock markets |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]stock market (en)
- (οικονομία) το χρηματιστήριο
- ↪ The government overheated the stock market with the prime minster’s statements.
- Η κυβέρνηση υπερθέρμανε το χρηματιστήριο με δηλώσεις του πρωθυπουργού.
- ↪ The government overheated the stock market with the prime minster’s statements.