stockage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stockage | stockages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stockage (fr) αρσενικό
- η αποθήκευση, η εναποθήκευση, στοκάζ
ενικός | πληθυντικός |
stockage | stockages |
stockage (fr) αρσενικό