storage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

storage (en)

  1. η αποθήκευση
  2. η αποθήκη, ο αποθηκευτικός χώρος
  3. (υλικό υπολογιστή) μνήμη υπολογιστή, συνήθως για μακρόχρονη αποθήκευση δεδομένων (βλ. δευτερεύουσα μνήμη)
     συνώνυμα: storage device

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • storage στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια