stovetop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stovetop | stovetops |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stovetop (en)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- stovetop στην αγγλική Βικιπαίδεια